ἐλασσῶ

ἐλασσῶ
ἐλασσόω
make less
pres subj act 1st sg
ἐλασσόω
make less
pres ind act 1st sg
ἐλαύνω
drive
fut ind act 1st sg (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελασσώ — ἐλασσῶ (Α) βλ. ελαττώνω …   Dictionary of Greek

  • ἐλάσσω — ἐλάσσων smaller neut acc comp pl ἐλάσσων smaller neut nom comp pl ἐλάσσων smaller masc/fem acc comp sg ἐλασσόω make less pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐλαύνω drive aor subj act 1st sg (epic) ἐλαύνω drive fut ind act 1st sg (epic) ἐλαύνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαττώνω — (AM ἐλαττῶ, όω Α και ἐλασσῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο 2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του αρχ. μσν. ἐλαττοῡμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ …   Dictionary of Greek

  • επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • προσαναιρώ — έω, Α 1. ανεγείρω, σηκώνω κάτι επί πλέον 2. καταστρέφω, αφανίζω επιπροσθέτως 3. (για μαντείο) χρησμοδοτώ επί πλέον, δίνω και άλλη, επιπρόσθετη απάντηση 4. μέσ. προσαναροῡμαι, έομαι αναλαμβάνω, επιχειρώ να κάνω κάτι επί πλέον («τὸν πόλεμον οὐδὲν… …   Dictionary of Greek

  • ἐλάττω — ἐλάσσων smaller neut acc comp pl (attic) ἐλάσσων smaller neut nom comp pl (attic) ἐλάσσων smaller masc/fem acc comp sg (attic) ἐλασσόω make less pres imperat act 2nd sg (attic doric aeolic) ἐλάσσω , ἐλαύνω drive aor ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”